προπετάννυμι

προπετάννυμι
και προπεταννύω Α
απλώνω κάτι μπροστά μου ως προπέτασμα, ως αμυντικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πετάννυμι / πεταννύω «εκτείνω, απλώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπετῶν — προπετάννυμι spread out before fut part act masc voc sg προπετάννυμι spread out before fut part act neut nom/voc/acc sg προπετάννυμι spread out before fut part act masc nom sg (attic epic ionic) προπετάννυμι spread out before pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπεταννύμενον — προπετάννυμι spread out before pres part mp masc acc sg προπετάννυμι spread out before pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπεταννύντας — προπετάννυμι spread out before pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετασθείσης — προπετάννυμι spread out before aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετάσαντες — προπετάννυμι spread out before aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπέπταται — προπετάννυμι spread out before perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπέτασον — προπετάννυμι spread out before aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προπέτασμα — το, ΝΑ [προπετάννυμι] καθετί που μπορεί να καλύψει τη θέα προσώπων ή αντικειμένων που βρίσκονται πίσω από αυτό νεοελλ. 1. στρ. φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο το οποίο προφυλάσσει τον μαχητή ή τμήμα στρατού από την παρατήρηση και από τα πυρά τού… …   Dictionary of Greek

  • προεπετάννυντο — προπετάννυμι spread out before imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”